- πόνεση
- η, Νευσπλανχνία, συμπάθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνεσα, αόρ. τού πονώ + κατάλ. -ση (πρβλ. μπόρε-ση, συχώρε-ση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πονέσῃ — πονέω work hard aor subj mid 2nd sg πονέω work hard aor subj act 3rd sg πονέω work hard fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονεσ(ι)άρης — α, άρικο, Ν 1. πονετικός 2. (το θηλ. με ειρωνική, σαρκαστική σημ.) η πονεσ(ι)άρα αυτή που εύκολα παραδίδεται σε ακολασία, η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνεση + κατάλ. ιάρης* (πρβλ. λυπησ ιάρης)] … Dictionary of Greek